- ακροπατώ
- -ησα, περπατώ στα δάχτυλα των ποδιών, αθόρυβα: Ακροπατώντας έφτασε σχεδόν δίπλα τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακροπατώ — ( άω) 1. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών 2. παραπατώ, σκοντάφτω 3. περπατώ αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + πατώ] … Dictionary of Greek